- πατρώνα
- και πατρόνα, ἡ, ΝΑβλ. πάτρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πάτρωνα — Πάτρων patronus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρωνα — πάτρων patronus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η … Dictionary of Greek
πατρωνεύω — Α [πάτρων] 1. είμαι πάτρων* κάποιου, ασκώ τα δικαιώματα τής πατρωνείας 2. παθ. πατρωνεύομαι προστατεύομαι και αντιπροσωπεύομαι από τον πάτρωνά μου, έχω πάτρωνα … Dictionary of Greek
πατρωνικός — ή, όν, Α [πάτρων] αυτός που ανήκει στον πάτρωνα ή προέρχεται από τον πάτρωνα … Dictionary of Greek
Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
πατρωνεία — και πατρωνία, ἡ, Α η ιδιότητα τού πάτρωνα, η προστασία και αντιπροσώπευση τού δούλου που απελευθερώθηκε από τον πρώην κύριό του γενικά και ειδικά μπροστά στα δικαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πατρωνεία < πατρωνεύω, ενώ ο τ. πατρωνία < πάτρων] … Dictionary of Greek
πατρώνισσα — ἡ, Α η πατρώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρων + κατάλ. ισσα (πρβλ. μαγείρ ισσα)] … Dictionary of Greek